Το στοίχημα είναι ένα παιχνίδι στο οποίο τα δεδομένα αλλάζουν κάθε στιγμή. Οι αποφάσεις των παικτών αλλάζει ανάλογα με την κίνηση της αγοράς, η οποία επηρεάζει την εξέλιξη αυτού. Οι εν λόγω αποφάσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με την όσο το δυνατόν ορθότερη εκτίμηση των αθλητικών γεγονότων, αλλά και με την εμπεριστατωμένη ανάλυση των αποδόσεων.
Ο παίκτης που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να γνωρίζει την γκανιότα του μπουκ, τις πιθανότητες να κερδίσει, αλλά και πόσα νικηφόρα πονταρίσματα χρειάζεται για να παρουσιάσει κέρδος. Διότι, είναι γνωστό ότι 2-3 σερί νίκες δεν αρκούν.
Όπως ξέρουμε όλοι, οι στοιχηματικές εταιρίες έχουν στο μυαλό τους το δικό τους κέρδος και όχι των πελατών τους. Γι’ αυτό και μια απόδοση που εμείς εκτιμούμε πιο υψηλά, θα τη δούμε να προσφέρεται χαμηλότερα. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στη δική μας εκτίμηση και την απόδοση των μπουκ είναι η κοινώς λεγόμενη γκανιότα, δηλαδή το ποσοστό κέρδους που θα βγάλει ο μπουκ σε όλα τα ενδεχόμενα.
Όσο μεγαλύτερη είναι η γκανιότα, τόσο πιο εύκολο έργο έχει ο μπουκ για να εξασφαλίσει ότι οι τιμές του δεν είναι μεγαλύτερες από την πραγματική πιθανότητα κάθε πιθανού αποτελέσματος, το οποίο αν συμβεί θα δώσει στον παίκτη την ευκαιρία να έχει μακροπρόθεσμα κέρδος.
Συνεπώς, δική μας δουλειά είναι να αναζητήσουμε τις ιστοσελίδες που προσφέρουν συχνά ή συστηματικά (ακόμη καλύτερα) αθλητικά γεγονότα με χαμηλή γκανιότα. Αυτές οι ευκαιρίες είναι αυτά που ονομάζονται στον κόσμο του στοιχήματος «value bets» και αποτελούν το στόχο του κάθε παίκτη. Αν υποθέσουμε ότι ένας παίκτης θα κάνει 10 σερί στοιχήματα, το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει μοιρασιά στις νίκες και τις ήττες.
Χρειάζονται πάνω από 6/10 κερδισμένα στοιχήματα για να θεωρήσει κάποιος ότι έβγαλε κέρδος, κάτι που ασφαλώς σπάνια συμβαίνει. Γίνεται αντιληπτό, ότι αν βασιζόμαστε αποκλειστικά στην τύχη και τις εφήμερες εκτιμήσεις μας, δεν πρόκειται να δούμε… χαΐρι. Οφείλουμε να ψάχνουμε τις ευκαιρίες με τις χαμηλότερες δυνατές γκανιότες και ει δυνατόν, να κρατούμε σημειώσεις με τις δικές μας εκτιμώμενες αποδόσεις.